• 05 ΦΕΒ 15

    Έλεγχος αναιμιών

    anaimiesΟι αναιμίες μπορούν να προέλθουν κυρίως από :

    • χρόνια νοσήματα, πχ νεοπλασίες
    • απώλεια αίματος (κυρίως από το γαστρεντερικό)
    • κακή διατροφή – έλλειψη αιμοποιητικών στοιχείων (π.χ.παρατεταμένες δίαιτες σε ζωϊκά παράγωγα)
    • δυσπλασία – απλασία του μυελού – αιματολογικά νοσήματα (π.χ. Κληρονομικές αιμοσφαιρινοπάθειες, όπως μεσογειακή αναιμία ή “στίγμα”, δρεπανοκυτταρικη αναιμία, κληρονομική σφαιροκυττάρωση)
    • παρατεταμένη ακινησία
    • νεφρική ανεπάρκεια
    • αυτοάνοσα νοσήματα
    • χρήση φαρμάκων που καταστέλλουν τον μυελό

    Με τη Γενική αίματος διαπιστώνουμε την αναιμία με την άμεση μέτρηση του αιματοκρίτη (HCT) και της αιμοσφαιρίνης (HGB) που σε συνδυασμό δείχνουν την περιεκτικότητα του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια και την ποιότητά τους σε περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης. Παράλληλα ελέγχουμε ειδικές παραμέτρους που την κατηγοριοποιούν σε πρώτο στάδιο τον τύπο της αναιμίας. Μεταξύ των παραμέτρων που ελέγχονται είναι οι εξής :

    • μέσος όγκος ερυθρών (MCV) με έμμεσες πληροφορίες σε σιδηροπενία (-), έλλειψη αιμοποιητικών βιταμινών(+), δυσπλασία(+), στίγμα μεσογειακής (-)  κ.α.
    • μέση περιεκτικότητα και συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης (MCH, MCHC) που αξιολογεί κυρίως τις σιδηροπενίες
    • εύρος κατανομής ερυθρών (RDW-CV) που αξιολογεί κυρίως το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας, της μυελικής δυσπλασίας και του βαθμού ανανέωσης των ερυθροκυττάρων  

    Μικροσκοπική εξέταση αίματος: ελέγχεται στο μικροσκόπιο η μορφολογία και η ποιότητα του συνόλου των κυττάρων του αίματος (ερυθρά, λευκά, αιμοπετάλια) για την περαιτέρω κατηγοριοποίηση της αναιμίας, ενώ παράλληλα  ελέγχεται  πιθανή υποψία αιματολογικού νοσήματος ή δυσπλασίας του μυελού.

    Ταχύτητα καθίζησης ερυθροκυττάρων (ΤΚΕ): αποκλείουμε την ύπαρξη μακροχρόνιου φλεγμονώδους νοσήματος ή σοβαρού νοσήματος του μυελού, ή άλλου κεντρικού νοσήματος που μπορεί να έχει προκαλέσει την αναιμία.

    Δικτυοερυθροκύτταρα (ΔΕΚ) που δείχνουν τον ρυθμό ανανέωσης των ερυθροκυττάρων δίνοντας πληροφορίες για την παραγωγικότητα του μυελού

    Σίδηρος (Fe) και οι βασικές του αποθήκες φερριτίνη (Ferr) και τρανσφερίνη (Trf): εκτιμούν την επάρκεια του σιδήρου στον οργανισμό. Η απλή μέτρηση σιδήρου δεν επαρκεί, αφού ο σίδηρος παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες διακυμάνσεις από μέρα σε μέρα, ακόμη και εντός της ημέρας. Αυτό συμβαίνει γιατί ο σίδηρος, ως τοξικό μέταλλο βρίσκεται ελεύθερος σε μικροποσότητες στο αίμα για τις άμεσες ανάγκες του οργανισμού, ενώ ο κύριος όγκος του είναι αποθηκευμένος κυρίως στη φερριτίνη και την τρανσφερίνη. Ακόμα “ψευδώς χαμηλές” τιμές σιδήρου μπορούν να εμφανιστούν για πολλούς λόγους (κούραση – φλεγμονές – πυρετός κ.α.), οι οποίες αποκαλύπτονται μόνο με την ταυτόχρονη μέτρηση των αποθηκών. Σημειώστε ότι χορήγηση σιδήρου σε άτομα με “ψευδώς χαμηλά” αποτελέσματα σιδήρου, μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική.

    C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP): η μέτρησή της πραγματοποιείται για να αποκλεισθεί η παρουσία φλεγμονής, η οποία μπορεί να δώσει “ψευδείς” τιμές σε σίδηρο, φερριτίνη και τρανσφερίνη, δυσχεραίνοντας έτσι την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.

    Σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC) και κορεσμός τρανσφερίνης (TfS): παρέχουν πληροφορίες για την επαρκή μεταφορά του σιδήρου μέσα στον οργανισμό, και την ικανότητά του να τον απορροφήσει.

    Φυλλικό οξύ (Folic acid) και βιταμίνη Β12 (Vit. B12): αποτελούν τις πλέον απαραίτητες αιμοποιητικές βιταμίνες. Συχνά τις βρίσκουμε σε χαμηλά επίπεδα σε άτομα με κακή διατροφή ή σε ηλικιωμένους, οι οποίοι υποσιτίζονται ή εμφανίζουν δυσκολία  στην απορρόφησή τους λόγω ηλικίας ή χρήσης φαρμάκων.

    Γαλακτική αφυδρογονάση (LDH) και ολική χολερυθρίνη (TBil): με τη μέτρησή τους διαπιστώνουμε εάν υπάρχει φυσιολογικός τρόπος ανανέωσης – αναγέννησης του αίματος και αποκλείονται καταστάσεις αιμόλυσης – καταστροφής του αίματος εντός του οργανισμού.

    Κοιλιοκάκη: είναι μια έντονη κληρονομικά μεταδιδόμενη αυτοάνοση πάθηση. Χαρακτηρίζεται απο δυσανεξία στη γλουτένη (πρωτεΐνη που υπάρχει στο σιτάρι, το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη). Στην πάθηση αυτή παρεμποδίζεται η απορρόφηση του σιδήρου και μπορεί μακροχρόνια να δημιουργήσει χρόνια σιδηροπενική αναιμία. Με τη μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της γλοιαδίνης IgG/IgA, της ιστικής τρανσγλουταμινάσης IgG/IgM, και τουενδομυΐου IgG/IgM ανιχεύουμε την πάθηση έμμεσα, χωρίς την ανάγκη γαστροσκόπησης. Οι εξετάσεις αυτές προτείνονται σε περιπτώσεις αδιευκρίνιστης μακροχρόνιας αδυναμίας συγκράτησης των επιπέδων φερριτίνης, μετά από αγωγή με σίδηρο.

    Αιμοσφαιρίνη κοπράνων (HGBocc) : προτείνεται σε διαπιστωμένη σιδηροπενία οξείας φάσης και σε άτομα ύποπτα για απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό σύστημα.


    Δεν απαιτείται συγκεκριμένη προετοιμασία ή κάποια ιδιαίτερη δίαιτα για τις αναλύσεις αυτές, και η αιμοληψία μπορεί να γίνει οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

    Για την συλλογή των κοπράνων:

    – Συλλέγουμε μικρό δείγμα κένωσης σε ειδικό συλλέκτη.

Σχετικές εξετάσεις

  • Έλεγχος αναιμιών

    Οι αναιμίες μπορούν να προέλθουν κυρίως από : χρόνια νοσήματα, πχ νεοπλασίες απώλεια αίματος (κυρίως από το γαστρεντερικό) κακή διατροφή – έλλειψη αιμοποιητικών στοιχείων (π.χ.παρατεταμένες δίαιτες σε ζωϊκά παράγωγα) δυσπλασία – απλασία του μυελού – αιματολογικά νοσήματα (π.χ. Κληρονομικές αιμοσφαιρινοπάθειες, όπως μεσογειακή αναιμία ή “στίγμα”, δρεπανοκυτταρικη αναιμία, κληρονομική σφαιροκυττάρωση) παρατεταμένη ακινησία νεφρική ανεπάρκεια αυτοάνοσα νοσήματα χρήση φαρμάκων

  • Έλεγχος δυσλιπιδαιμιών (χοληστερίνες) – Καρδιαγγειακού κινδύνου – Υπέρτασης – Θρομβοφιλίας

    Τα λιπίδια και οι χοληστερίνες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη σταδιακή στένωση των αγγείων, απειλώντας έτσι έμμεσα με αποφρακτικές νόσους κυρίως την καρδιά (με έμφραγμα του μυοκαρδίου)  τον εγκέφαλο (κίνδυνος εγκεφαλικού) καθώς επίσης και τους πνεύμονες (κίνδυνος πνευμονικής εμβολής). Η διαδικασία του «χτισίματος» των αγγείων από αθηρωματικές πλάκες είναι διαδικασία αργή και μακροχρόνια και

  • Έλεγχος θυρεοειδούς

    Ο θυρεοειδής αδένας είναι κομβικό όργανο στη ρύθμιση του μεταβολισμού. Οι ορμόνες που παράγει (Τ3 και Τ4) προσλαμβάνονται από όλα τα κύτταρα του οργανισμού και ρυθμίζουν τον μεταβολικό τους ρυθμό. Η υπερλειτουργία του αδένα, η υψηλή δηλαδή παραγωγή Τ3 και Τ4 συσχετίζεται με νευρικότητα, κακό ύπνο, υπέρταση, ταχυκαρδία, υπερβολική εφίδρωση, τρόμο στα χέρια, σύγχυση, ανεξήγητη

  • Έλεγχος λοίμωξης στομάχου από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού

    Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού μεταδίδεται εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο εντεροστοματικά, ακόμη και μέσω του αερολύματος της εκπνοής. Έτσι, εάν ένα άτομο φέρει τη λοίμωξη, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η λοίμωξη είναι παρούσα και στα δύο μέλη ενός ζευγαριού ή και σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας. Η λοίμωξη θεραπεύεται απλά, με συνδυαστική φαρμακευτική αγωγή.

  • Έλεγχος σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών

    Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ελέγχονται προληπτικά, καθώς η μετάδοσή τους γίνεται τις περισσότερες φορές από άτομα που δεν  έχουν αντιληφθεί ότι πάσχουν από αυτά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος για την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων και ενοχλήσεων κυμαίνεται από λίγους μήνες έως αρκετά χρόνια. Α’ Επίπεδο αναλύσεων, ιδιαίτερα επίκνδυνες λοιμώξεις : Ηπατίτιδες Β και C

Κλείστε ραντεβού